- μόλυσις
- μόλυσις, ἡ (Μ)βλ. μόλυνση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Molisita — General Categoría Minerales haluros Clase 3.AC.10 (Strunz) Fórmula química FeCl3 Propiedades físicas … Wikipedia Español
μόλυνση — η (ΑΜ μόλυνσις, Μ και μόλυσις) [μολύνω] ρύπανση, κηλίδωση, μίανση, λέρωμα νεοελλ. 1. ιατρ. η απλή εναπόθεση παθογόνων μικροβίων στην επιφάνεια τού σώματος, σε τραύματα, σε αντικείμενα κοινής χρήσης ή η είσδυσή τους σε φυσικές κοιλότητες τού… … Dictionary of Greek